Περιοδικό

Τα εκατοστήσαμε !

Οταν ξεκινούσαμε το 1991 κανείς δεν μας ευχήθηκε: “Να τα εκατοστήσετε!” – θα το παίρναμε για ειρωνία. Εκατό τεύχη δεν είναι λίγα. Ιδιαίτερα σε έναν χώρο αδικημένο και περιθωριακό όπως ο χορός. Είναι άθλος.

Ομως τα χρόνια πέρασαν, το ένα τεύχος έφερνε το άλλο, όλα έγιναν συνήθεια, τα μέλη το ζητούσαν, ανησυχούσαν όταν αργούσε να τους έρθει με το ταχυδρομείο, μας ενεθάρρυναν με την αγάπη τους. Ξεκίνησε σαν ένα δίχρωμο φυλλαδιάκι και γρήγορα έγινε έγχρωμο 32 σελίδων. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν την πλήρη σειρά.

Μας στέλνουν δεκάδες περιοδικά του χορού από όλο τον κόσμο. Τους στέλνουμε κι εμείς το δικό μας καμαρώνοντας ότι είναι το καλύτερο (με τα δικά μας κριτήρια βέβαια). Τα περισσότερα είναι μονόχρωμα. Κανένα δεν μπορεί να μας πλησιάσει στην εικονογράφηση: εμείς βάζουμε έργα τέχνης ενώ οι άλλοι βάζουν φωτογραφίες. Εμείς βάζουμε άρθρα μελετητικά, ενώ οι άλλοι βάζουν ειδησεογραφία. Δεν γράψαμε ποτέ περιγραφές για παραστάσεις που έγιναν ή προπομπούς για παραστάσεις που θα γίνουν – αυτά δεν είναι παρά αναμασήματα από τα δελτία τύπου που μοιράζουν οι ενδιαφερόμενοι.

Δεν πέσαμε τόσο χαμηλά ώστε να εκθειάζουμε προσωπικότητες του χώρου περιμένοντας να μας το ανταποδώσουν, όπως κάνουν άλλα έντυπα. Δεν ξεσκεπάσαμε τους αμέτρητους που αντέγραψαν από εμάς κείμενα ή ιδέες για να γράψουν άρθρα, ερευνητικές ανακοινώσεις, ακόμα και διδακτορικές διατριβές, “ξεχνώντας” να μας αναφέρουν στις πηγές τους. Δεν διστάσαμε να κάνουμε αυστηρή κριτική, ακόμα και σε άτομα που εκτιμούμε τη δουλειά τους. Πικράναμε φίλους επιστρέφοντάς τους χειρόγραφα που δεν ταίριαζαν με τη γραμμή που θέλαμε να κρατήσουμε.

100 τεύχη χωρίς να πάρουμε ούτε δραχμή επιχορήγηση ή χορηγία από κανέναν. Διαφημίσεις ελάχιστες έως καθόλου, κι αυτές σε τιμή κάτω του κόστους για να βοηθήσουμε τα μέλη. Κανείς δεν πήρε αμοιβή για να γράψει, ή για ο,τιδήποτε άλλο. Η Αναστασία έκανε τη σελιδοποίηση και τα τρεχάματα με τους τυπογράφους, η Αντα τις διορθώσεις και την επιλογή της εικονογράφησης, εγώ την επιμέλεια της ύλης. Κατά καιρούς βοηθούσαν μερικοί άλλοι. Μια μικρή παρέα που προσφέρει από μεράκι και που σε καμιά στιγμή δεν διανοήθηκε να τα παρατήσει.

17 χρόνια όμως είναι πολλά. Ολα άλλαξαν στο μεταξύ, και πρώτα οι άνθρωποι του χορού. Τότε υπήρχε δίψα για μάθηση, έφεση στην έρευνα, προβληματισμοί, ενθουσιασμός. Οι νεώτεροι έχτιζαν τον κόσμο του χορού, που δεν υπήρχε πριν. Χορός υπήρχε πάντα, αλλά δεν ήταν συγκροτημένος, δεν ήταν ένα “συνάφι”, δεν υπήρχαν θεσμοί. Τώρα οι μεν νεώτεροι ψάχνουν να βολευτούν, οι δε παλαιότεροι έχουν βολευτεί κάπου, και – το χειρότερο – δεν μπορούν να εμπνεύσουν ενθουσιασμό στους νεώτερους. Οπότε κι αυτοί γίνονται μεροκαματιάρηδες, προχειρολόγοι, αναπαραγωγοί ανούσιων κινήσεων. Η αναζήτηση της ποιότητας εξαφανίζεται.

Τι νόημα έχει να συνεχίζεις ένα περιοδικό για σκεπτόμενους χορευτές όταν η μόδα είναι να μη σκέφτεσαι; Χορεύεις για διασκέδαση ή για να ζήσεις ή για να γίνεις για λίγο κάποιος άλλος (όπως είπε εύστοχα ο Maurice Béjart), αλλά δεν ενδιαφέρεσαι για παραπάνω: για το χορό στο σύνολό του, το χορό σαν έννοια, σαν κοινωνικό φαινόμενο, σαν παιδεία. Τα γούστα του κοινού άλλαξαν, θέλει το ρηχό, το εύκολο, το άρπα-κόλλα, καταπίνει αμάσητα όσα του σερβίρουν. Οι εφημερίδες προβάλλουν τον εμπορικό χορό, αυτόν που ελέγχεται από τους παραγωγούς, αυτόν που στηρίζεται στη βεντετοποίηση και στη διαφήμιση. Αυτόν που είναι προϊόν της βιομηχανίας του θεάματος, όπως ακριβώς έγινε νωρίτερα και σε μεγαλύτερο βαθμό με τη μουσική.

Δεν μας πειράζει να είμαστε ο αντίλογος, η εξαίρεση, να μείνουμε στην άκρη μαζί με τους λίγους ομονοούντες. Αλλά το σύστημα βρίσκει άλλους τρόπους για να εξουδετερώνει όσους δεν υποτάσσονται. Το δίκτυο διανομής στα περίπτερα και τα πρακτορεία ανήκει σε έναν, οπότε όλοι βρίσκονται στο έλεός του. Η “ατέλεια” έγινε τελικά μια μικρή έκπτωση στα ταχυδρομικά, τα οποία αυξάνονται συνέχεια για να καλύψουν την κακοδιαχείριση όπως σε κάθε ΔΕΚΟ. Το χαρτί είναι κι αυτό ένα είδος μονοπωλίου.

Παρ’ όλα αυτά, δεν μας πάει να εγκαταλείψουμε. Θέλουμε να το παλέψουμε ακόμα, όσο αντέχουμε. Απλώς προβληματιζόμαστε για τις λύσεις που θα μπορούσαμε να δώσουμε. Κάνουμε κλεφτοπόλεμο κρατώντας τα λιανοντούφεκα της ευαισθητοποίησης και της εμβάθυνσης, απέναντι στον τεράστιο τακτικό στρατό που χρησιμοποιεί όπλα μαζικής αποβλάκωσης. Αρα θα πρέπει να κινούμαστε συνεχώς και να ψάχνουμε.

Η κατάσταση στο χορό δεν είναι παρά μια μικρογραφία της κατάστασης στον πολιτισμό, που με τη σειρά του αντικατοπτρίζει την κοινωνία ολόκληρη – για όσους ξέρουν να διαβάζουν τα σημάδια και να διακρίνουν τους συσχετισμούς. Αυτές τις γραμμές επιρροής προσπαθούμε να φέρουμε στην επιφάνεια: από το χορό στον πολιτισμό στην κοινωνία. Σίγουρα δεν είναι εύκολο, ούτε για μας που ψάχνουμε ούτε γι αυτούς που μας διαβάζουν.

Ακόμα και σε αυτούς που δεν το πήραν ποτέ στα χέρια τους, το περιοδικό αυτό προσέφερε πολλά. Εδωσε υπόσταση στο χορό, τον έκανε υπολογίσιμο και σεβαστό. Τα 100 τεύχη πιάνουν ένα ολόκληρο ράφι στις βιβλιοθήκες κι αποτελούν μια εγκυκλοπαίδεια του χορού. Για όσους βέβαια έχουν βιβλιοθήκη στο σπίτι τους και διαβάζουν. Αυτοί είναι περίπου 500 σε όλη την Ελλάδα – γι αυτούς βγαίνει το περιοδικό. Με τους άλλους που δεν διαβάζουν αλλά νομίζουν πως δικαιούνται να έχουν γνώμη, δεν αξίζει να ασχοληθούμε.

Κατάληξη: Πώς να γίνει ώστε αυτοί οι 500 άνθρωποι του χορού να μη χάσουν την πνευματική τροφή τους, αλλά και να μην υποστούν το δυσβάστακτο κόστος μιας ποιοτικής έκδοσης; Κάθε προσφορά δεκτή.

Αλκης Ράφτης